- υδρομάστευση
- η, Νδιάτρηση τού εδάφους με γεωτρύπανο για την ανεύρεση και τη χρησιμοποίηση υπόγειων πηγών ή λεκανών νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + μάστευση «έρευνα» (< μαστεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek